- εισόδημα
- Ροή χρημάτων, αγαθών ή υπηρεσιών προς ένα πρόσωπο ή οικονομική μονάδα σε μια ορισμένη χρονική περίοδο. Συνήθως αποτελεί την απόδοση ή την ανταμοιβή ενός συντελεστή παραγωγής, όπως είναι ο μισθός για την εργασία, ο τόκος για το κεφάλαιο, το ενοίκιο για τα ακίνητα και το κέρδος για την επιχειρηματικότητα. Μπορεί ακόμη να είναι και μεταβιβάσεις, όπως επιδόματα, συντάξεις, ασφαλιστικές παροχές, δωρεές, ελεημοσύνες, ή και το προϊόν παράνομων δραστηριοτήτων, όπως ληστείες, κλοπές, δωροληψία κλπ.
Από μία έννοια το ε. αποτελεί τη δυναμική εμφάνιση του φαινομένου του πλούτου, ενώ η περιουσία τη στατική έννοια του ιδίου φαινομένου. Συνεπώς, ενώ η περιουσία μπορεί να προσδιοριστεί χωρίς τον παράγοντα της διάστασης του χρόνου (ένα εκατομμύριο ευρώ σε τίτλους, ένα διαμέρισμα, μία επιχείρηση), για τον υπολογισμό του ε. είναι αντίθετα αναγκαίο να γίνει αναφορά σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Λέγεται, έτσι, ότι αυτό το διαμέρισμα, εκείνοι οι τίτλοι ή εκείνη η επιχείρηση αποδίδουν κάθε μήνα, κάθε εξάμηνο, κάθε χρόνο, ένα ορισμένο ποσό χρημάτων, το οποίοαντιπροσωπεύει το ε. που παράγεται από την εκμετάλλευσή τους. Περιουσία και ε. είναι δύο διαφορετικές όψεις της ίδιας πραγματικότητας: το επίπεδο της πρώτης προσδιορίζει το ύψος του δευτέρου και το μέγεθος του δευτέρου αποτελεί το βασικό στοιχείο για τον καθορισμό της αξίας της πρώτης. Η αξία ενός περιουσιακού στοιχείου –εταιρικού τίτλου, μεταλλείου, ακινήτου– είναι το σύνολο του ε. που αναμένεται να παραχθεί στο μέλλον προεξοφλημένο στον παρόντα χρόνο με το τρέχον επιτόκιο.
Εθνικό ε. Η συνολική αξία του ε. που δημιουργείται σε μια οικονομία κατά τη διάρκεια μιας περιόδου, συνήθως του ημερολογιακού ή οικονομικού έτους. Μπορεί να υπολογιστεί με διαφορετικούς τρόπους, οι οποίοι θεωρητικά πρέπει να δώσουν το ίδιο αποτέλεσμα, αλλά στην πράξη παρουσιάζουν μικρότερη ή μεγαλύτερη απόκλιση λόγω της αδυναμίας ακριβούς μέτρησης.
Κατά την πρώτη προσέγγιση αθροίζονται τα ε. που εισπράττονται από όλους τους δημόσιους και ιδιωτικούς οικονομικούς φορείς (μισθοί, κέρδη, ενοίκια) και το καθαρό ε. από την αλλοδαπή (ε. που εισπράχθηκαν για τη δραστηριότητα επιχειρήσεων και εργαζομένων στο εξωτερικό μείον τα ε. που εισέπραξαν ξένες επιχειρήσεις και εργαζόμενοι από τη δραστηριότητά τους στο εσωτερικό), αλλά όχι οι μεταβιβαστικές πληρωμές, δηλαδή τα ε. που αντιπροσωπεύουν απλή μεταφορά αγοραστικής δύναμης από ένα υποκείμενο σε άλλο (εισφορές, φόροι κλπ.).
Κατά τη δεύτερη προσέγγιση αθροίζεται η προστιθέμενη αξία (αξία έτοιμου προϊόντος μείον κόστος πρώτων υλών) που παράγεται σε όλους τους τομείς της οικονομίας, ενώ κατά την τρίτη προσέγγιση αθροίζεται η αξία των τελικών προϊόντων και των επενδυτικών αγαθών καθώς και η διαφορά των εξαγωγών μείον τις εισαγωγές.
Κατά την άθροιση των αγαθών και των υπηρεσιών που παράχθηκαν για τον υπολογισμό του εθνικού ε. σε τρέχουσες τιμές ανακύπτουν μερικά προβλήματα επιλογής ή καθορισμού ορίων. Για πρακτικούς λόγους λαμβάνονται υπόψη τα αγαθά και οι υπηρεσίες που ανταλλάσσονται με χρήμα, ενώ αφήνονται κατά μέρος τα αγαθά και ιδίως οι υπηρεσίες που δεν γίνονται αντικείμενο εμπορίας (αυτοκατανάλωση και αυτοεξυπηρέτηση). Από αυτό προκύπτουν μερικά παράδοξα που έγιναν παγκόσμια γνωστά από τον οικονομολόγο Άρθουρ Σέσιλ Πιγκού. Συγκεκριμένα, αν ένας άντρας αίφνης παντρευτεί την καμαριέρα του, το εθνικό ε. μειώνεται, επειδή οι οικιακές υπηρεσίες μετά τον γάμο δεν ανταμείβονται πια φανερά. Αντίθετα το εθνικό ε. αυξάνει, αν ένα πρόσωπο αποφασίσει να μην ξυρίζεται πια μόνο του, αλλά να καταφεύγει αρκετά συχνά στον κουρέα. Κατά συνέπεια, ενδέχεται το εθνικό ε. των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών όπου υπάρχει ευρεία χρήση της αυτοκατανάλωσης (π.χ. αγρότες που παράγουν προϊόντα για δική τους χρήση) να υποεκτιμάται σε σχέση με αυτό των περισσότερο ανεπτυγμένων χωρών.
Δεν πρέπει όμως όλα τα αγαθά και οι υπηρεσίες που έχουν εμπορευματοποιηθεί να περιλαμβάνονται στον υπολογισμό του ε., γιατί αλλιώς θα φτάναμε σε σφαλερούς διπλασιασμούς: θα ήταν σφάλμα, για παράδειγμα, να προστεθεί η αξία του ψωμιού στην αξία του αλευριού και των σιτηρών που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του. Συνεπώς, τα αγαθά που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη είναι μόνο τα τελικά, δηλαδή εκείνα που είναι δεκτικά άμεσης κατανάλωσης, και όχι τα ενδιάμεσα, των οποίων η αξία ενσωματώνεται σε άλλα αγαθά. Ακόμη, στο εθνικό ε. πρέπει να υπολογιστεί ότι ένα μέρος της παραγωγής κατευθύνεται στην αντικατάσταση του κεφαλαίου που αναλώνεται (π.χ. φθορά μηχανημάτων ή απαξίωσή τους λόγω νεότερης τεχνολογίας), δηλαδή αφαιρούνται οι αποσβέσεις κεφαλαίου.
Σε αυτό το σημείο το εθνικό ε. διαφέρει από το ακαθάριστο εθνικό προϊόν (ΑΕθνΠ), από το οποίο δεν αφαιρούνται οι αποσβέσεις κεφαλαίου, αλλά και από το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ), από το οποίο δεν αφαιρούνται οι αποσβέσεις κεφαλαίου, αλλά και δεν προστίθεται το καθαρό ε. από την αλλοδαπή.
Συζήτηση στην ελληνική βουλή για τον προϋπολογισμό, τον Δεκέμβριο του 2002 (φωτ. ΑΠΕ).
* * *και σόδημα, το (Μ εἰσόδημα)1. προϊόν που προέρχεται από την καλλιέργεια τής γης2. το σύνολο τών αμοιβών για παροχή υπηρεσιών και κερδών από ενοίκια, τόκους κ.λπ.
Dictionary of Greek. 2013.